Σε ανάλυση του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας (IW) της Κολωνίας, το κόστος των προσφύγων για στέγαση, σίτιση καθώς και μαθήματα γλώσσας και ενσωμάτωσης υπολογίζεται για τη Γερμανία μέχρι το 2017 στα 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Το υψηλό κόστος αυξάνει την πίεση στα γερμανικά δημόσια ταμεία, υπογραμμίζει το ινστιτούτο και προσθέτει: Οι προσφυγικές ροές δεν εξασθένησαν αισθητά στη νέα χρονιά.
Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή αστυνομία το πρώτο 15θήμερο του Ιανουαρίου πέρασαν τα γερμανικά σύνορα 37.000 πρόσφυγες. Πέρυσι καταγράφηκαν στα γερμανικά σύνορα συνολικά 1,1 εκατομμύρια πρόσφυγες, οι περισσότεροι από τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Την ίδια στιγμή οι αιτήσεις για άσυλο έφθασαν τις 480.000. Προς το παρόν δεν υπάρχει ένδειξη για περιορισμό των ροών το επόμενο διάστημα.
Για το 2016 το κόστος φιλοξενίας και σίτισης του 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων θα φθάσει τα 17 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με το οικονομικό ινστιτούτο. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν 5 δισεκατομμύρια για μαθήματα γλώσσας και ενσωμάτωσης. Το 2017 θα αυξηθούν οι δαπάνες για στέγαση στα 22,6 δισεκατομμύρια, μιας και ο αριθμός των προσφύγων θα ανέλθει στα 2,2 εκατομμύρια.
Το συνολικό κόστος μαζί με τα μαθήματα ενσωμάτωσης θα φθάσει τη χρονιά των γερμανικών βουλευτικών εκλογών τα 27,6 δισεκατομμύρια. Το κόστος ανά πρόσφυγα και χρόνο υπολογίζεται από το γερμανικό ινστιτούτο στα 12.000 ευρώ. Σε αυτά πρέπει βέβαια να προστεθούν 3.300 ευρώ για τα μαθήματα γλώσσας και ενσωμάτωσης.
Πακέτο τόνωσης της γερμανικής οικονομίας
Ο Τομπίας Χέντσε, ένας από τους συντάκτες της έκθεσης του ινστιτούτου IW θεωρεί ότι οι δαπάνες για τους πρόσφυγες συνιστούν ένα μικρό πακέτο τόνωσης της γερμανικής οικονομίας. Μιλώντας στην DW τονίζει ότι «κάθε ευρώ που δαπανά η κυβέρνηση αποτελεί έσοδο για κάποιους. Από τις κατασκευαστικές εταιρίες που οικοδομούν καταλύματα μέχρι τις σχολές εκμάθησης γλώσσας ή τα καταστήματα όπου ο πρόσφυγες αγοράζουν τρόφιμα».
Η νέα ανάλυση επιβεβαιώνει προηγούμενες προγνώσεις σχετικά με το κόστος της προσφυγικής κρίσης για τη Γερμανία. Το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου τοποθετούσε πρόσφατα τις δημόσιες δαπάνες για τη διετία 2016-2017 στα 55 δισεκατομμύρια ευρώ. Την ίδια στιγμή χαμηλότερη είναι η κοστολόγηση των γερμανικών ομόσπονδων κρατιδίων που βλέπουν τις δημόσιες δαπάνες για το 2016 να αγγίζουν τα 17 δισεκατομμύρια ευρώ.
Για τους υπολογισμούς του το οικονομικό ινστιτούτο κάνει τις εξής υποθέσεις: Στο 80% των προσφύγων θα χορηγηθεί άσυλο. Οι υπόλοιποι, είτε θα συνεχίσουν το ταξίδι τους σε άλλες χώρες, είτε δεν θα αποκτήσουν μόνιμη άδεια παραμονής στην Γερμανία. Περίπου το 70% των προσφύγων είναι σε ηλικία εργασίας, ενώ το 75% από αυτούς είναι σε θέση να εισέλθουν στην αγορά εργασίας με καθυστέρηση έξι μηνών λόγω της εξέτασης του αιτήματός του χορήγησης ασύλου.
Εκτός αυτού το 25% των ατόμων που είναι σε θέση να εργαστούν θα βρει το 2016 θέση εργασίας, ενώ το 2017 το ποσοστό αυτό θα φθάσει το 30%. Οι υπόλοιποι μετανάστες θα μείνουν προς το παρόν χωρίς εργασία και γι αυτό θα λάβουν το κατώτατο κοινωνικό επίδομα (Hartz 4) επιβαρύνοντας σημαντικά τα δημόσιο ταμεία.
Οι αντιδράσεις των γερμανικών κομμάτων στην ανάλυση του ινστιτούτου IW ποικίλουν. Την ώρα που η εκπρόσωπος των Πρασίνων για οικονομικά ζητήματα Κέρστιν Αντρέε ζητά από τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε συμπληρωματικό προϋπολογισμό για την ενσωμάτωση των προσφύγων, ο αναπληρωτής επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών Ραλφ Μπρίνκχαους δηλώνει ότι για να αντιμετωπιστεί η πρόκληση της ενσωμάτωσης είναι απολύτως απαραίτητη η δημοσιονομική πειθαρχία.