Οι σύγχρονες πολιτικές ισορροπίες διαμορφώνονται γύρω από επιφανειακές συμφωνίες και συνθηματολογίες.
Οι εύκαιρες και ευκαιριακές συμπτώσεις ασύνδετων πολλές φορές συλλογικών και ατομικών πολιτικών υποστάσεων κυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο καλύπτοντας, πρόσκαιρα βεβαίως, το πολιτικό κενό στην ελληνική κοινωνία και την έλλειψη της αναπόφευκτης, εις βάθος, δημιουργικής και ριζοσπαστικής αντιπαράθεσης.
Το δίλημμα μνημόνιο ή αντιμνημόνιο χωρίς τη συζήτηση για τον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα των ασκούμενων πολιτικών, η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας ούσα αποπροσανατολισμένη όταν δεν συνδυάζεται με την απαραίτητη διάσταση μιας ιδεολογικής ταυτότητας, η υπεραπλουστευτική διαπίστωση περι έλλειψης κοινής λογικής (λες και τα μικρο- και μακρο-πολιτικά ζητούμενα έχουν «μια» λογική απάντηση) και περί ποιότητας του πολιτικού προσωπικού, αλλά, με τον ίδιο τρόπο, και η ανάδειξη της νομισματικής αλλαγής ως πανάκεια για πάσα νόσο, ως το κεντρικό «επαναστατικό» διακύβευμα, απομακρύνουν τη συζήτηση από την ουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Όσο απαραίτητο είναι να σπάσουν τα «ταμπού» του δημόσιου διαλόγου – ένα εξ’ αυτών είναι το ζήτημα του νομίσματος – άλλο τόσο σημαντικό, μάλλον σημαντικότερο, είναι να μην μείνουμε μόνο σε αυτά.
Με αυτήν την έννοια, η προετοιμασία της χώρας και του λαού για την επιλογή της εξόδου από την Ευρωζώνη είναι μια αναγκαία, αλλά επ’ ουδενί όχι η ικανή συνθήκη που θα οδηγήσει στην αλλαγή πλεύσης.
Η μεταστροφή της εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας από πεδίο εφαρμογής της πλέον βίαιης νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης σε «πιλότο» της διεθνούς ριζοσπαστικής διεκδίκησης και της εναλλακτικής, της κοινωνικά ισόρροπης και περιβαλλοντικά βιώσιμης ανάπτυξης, απαιτεί τη σύσταση και τη δημοκρατική νομιμοποίηση ενός εις βάθος ανεπτυγμένου σχεδίου παραγωγικής, θεσμικής, πολιτειακής και κοινωνικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Στο πλαίσιο αυτής της πρότασης για ριζοσπαστική αλλαγή πορείας, προφανώς, το ζήτημα του νομίσματος, όπως ακόμη και αυτό της σχέσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και του διεθνοπολιτικού προσανατολισμού της Ελλάδας, έχει τη θέση του και τη σημασία του.
Το Ευρώ δεν είναι θέσφατο ούτε βεβαίως και η κάθε αντιδραστική οδηγία ή συνθήκη μιας Ένωσης που προσπαθεί να επιβάλλει από την πίσω πόρτα αυτό που ηττήθηκε δημοκρατικά κατά την αντιπαράθεση περί «Ευρωσυντάγματος».
Όμως την ίδια στιγμή η αναγκαία ανάδειξη των νομισματικών εναλλακτικών δεν πρέπει να απομονώνεται, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να προτάσσεται ως το κυρίαρχο ζήτημα.
Σε αντιθετη περίπτωση, όπως άλλωστε έδειξαν οι τελευταίες εκλογές, αν παρασυρθούμε σε αυτήν την εύκολη υπερβολή, αν αγνοήσουμε την κεντρική σημασία της συζήτησης για τη ριζοσπαστική, προοδευτική ανασυγκρότηση, εξυπηρετούμε ακριβώς το αντίθετο: να ακυρώσουμε την αναγκαιότητα της ρήξης με τα αντιδραστικά στοιχεία της Ευρώπης συνολικά.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να απαξιώσεις το όποιο επαναστατικό εργαλείο είναι να του εναποθέσεις ελπίδες και προσδοκίες που δεν του αντιστοιχούν.
Υπό αυτήν την έννοια, η συνεισφορά του τελευταίου βιβλίου του αγαπητού φίλου Νίκου Ιγγλέση στον δημόσιο διάλογο ως προς το τι σημαίνει μια νομισματική αλλαγή, ποιες οι δυσκολίες και ποιες οι δυνατότητες που προκύπτουν, είναι ακριβώς αυτή και είναι σημαντική.
Το να περιοριστεί όμως το σχέδιο της επαναστατικής δράσης στη νομισματική αντιπαράθεση – λόγω αδυναμίας, απογοήτευσης ή λόγω μιας περίεργης πολιτικής οκνηρίας των δρώντων ατόμων και συλλογικοτήτων – αναιρεί αυτήν την ίδια τη σημασία της και υποσκάπτει συνολικά την προοπτική της πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής.
Περνώντας τώρα στο ειδικό της συζήτησης για το νόμισμα – εθνικό, παράλληλο, ευρωπαϊκό ή τι άλλο – είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ποιο είναι το ζητούμενο:
Αφενός η αξία (χρήσης) του νομίσματος ως μέσο διεκπεραίωσης των απαραίτητων συναλλαγών, καταναλωτικής αλλά και επενδυτικής φύσεως. Κυρίως μάλιστα ως προς το δεύτερο, καθώς η δικαιολογημένη, μόνιμη επωδός των σκεπτικιστών κάθε προέλευσης είναι το γνωστό «πού θα βρείτε τα λεφτά;» Πράγματι το όποιο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας απαιτεί την επαρκή χρηματοδότηση. Όμως προσοχή, με κίνδυνο να γίνω κουραστικός επαναλαμβάνω: την ίδια βεβαίως στιγμή η αναζήτηση εναλλακτικών πόρων χρηματοδότησης δεν συνεπάγεται δια μαγείας την υλοποίηση ενός εναλλακτικού αναπτυξιακού μοντέλου! (Πόσο περισσότερο όταν αυτό δεν έχει καν καθορισθεί…)
Αφετέρου, ως μέσο άσκησης εμπορικής πολιτικής, ως εργαλείο έμμεσης και οριζόντιας (διακλαδικής) ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής παραγωγής.
Ξεκινώντας από το δεύτερο ζητούμενο, θεωρώ ότι η χρηστικότητα μιας εθνικής νομισματικής πολιτικής ως μέσο άσκησης εμπορικής πολιτικής είναι περιορισμένη, για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι «τεχνικός» και έχει να κάνει κυρίως με την ευρέως διαδεδομένη στη σχετική βιβλιογραφία συνθήκη Marshal-Lerner, η οποία, μεθερμηνευομένη, λέει το εξής απλό: η υποτίμηση ενός νομίσματος και γενικά η όποια άμεση ή έμμεση προσπάθεια βελτίωσης του εμπορικού ισοζυγίου μέσω μιας μείωσης της ανταλλακτικής αξίας των εγχωρίων προϊόντων, προϋποθέτει ότι οι εισαγωγές μας είναι υποκαθιστούμενες και οι εξαγωγές μας (σχετικά) αναντικατάστατες.
Όμως, αυτό δύσκολα θα μπορούσε κανείς να το ισχυριστεί με τη δεδομένη διάρθρωση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας.
Σε αυτό το σημείο προκύπτει μάλιστα μια πρόσθετη ιδιομορφία που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη: λόγω και της αποπαραγωγικοποίησης που επεδίωξε και δυστυχώς επέβαλε τα τελευταία έτη η Νεοφιλελεύθερη Διεθνής και οι ντόπιοι εκπρόσωποί της, οι εξαγωγές μας προϋποθέτουν σε μεγάλο βαθμό εισαγωγή ενδιαμέσων προϊόντων, πρώτων και βοηθητικών υλών.
Αυτό σημαίνει μια σημαντική επιβάρυνση από τον εισαγώμενο πληθωρισμό, αλλά και την επιδείνωση της δυσκολίας της χρονικής αλληλουχίας: ακόμη κι αν είναι πλεονασματικό το εμπορικό ισοζύγιο, η πραγμάτωση του ξεκινά από τις εισαγωγές για να προκύψουν οι εξαγωγές.
Με άλλα λόγια, η πραγμάτωση του τελικού εμπορικού πλεονάσματος προϋποθέτει τη χρηματοδότηση ενός παροδικού ελλείμματος.
Όσο σύντομη κι αν είναι αυτή η ενδιάμεση περίοδος συναλλαγματικών αναγκών, ενέχει τον κίνδυνο της παραγωγικής κατάρρευσης, ιδιαίτερα όταν οι εσωτερικές και οι εξωτερικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες είναι επιβαρυμένες.
Ο δεύτερος λόγος για την περιορισμένη χρηστικότητα της νομισματικής πολιτικής ως μέσο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας προκύπτει από τη συνολική συστημική εξέλιξη: ο ανταγωνισμός στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας εξελίσσεται δυναμικά με όρους σύγκρισης αξιών χρήσης, εξειδικευμένων και διαφοροποιημένων ποιοτήτων.
Αυτή ακριβώς είναι μια ευτυχής συγκυρία για την ελληνική παραγωγή (αρκεί βεβαίως να την αναγνωρίσουμε και να την αξιοποιήσουμε): η ελληνική κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, χαρακτηριζόμενη από τη συγκέντρωση μιας εκτενέστατης γεωκλιματικής, πολιτισμικής και παραγωγικής ποικιλομορφίας, δεν μπορεί (και δεν της πρέπει) να παράξει οικονομίες κλίμακας, αλλά διαφοροποιημένα προϊόντα υψηλής εξειδίκευσης και ενσωμάτωσης υπεραξίας.
Όμως, ενώ είναι περιορισμένη η χρηστικότητα της νομισματικής πολιτικής ως μέσο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής παραγωγής, τουναντίον ο έλεγχος του νομίσματος αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω της αξίας χρήσης του ως μέσο διεκπεραίωσης των αναγκαίων συναλλαγών (1).
Όταν μάλιστα οι συναλλαγές αυτές πρέπει απαραιτήτως να είναι διεθνείς, τότε για το όποιο νόμισμα, εκτός της επάρκειάς του, προβάλλει ως αναγκαιότητα η διεθνής αναγνωρισιμότητά του, η οποία με τη σειρά της δεν διασφαλίζεται με κάποιο άνωθεν επιβαλλόμενο τρόπο (τουλάχιστον στην περίπτωση των «μικρών» κρατών / οικονομιών όπως η Ελλάδα).
Προκειμένου λοιπόν να μπορέσουμε να διεκπεραιώσουμε την αγορά υλών, μηχανολογικού εξοπλισμού, τεχνολογίας και ό,τι άλλο απαιτείται για να πραγματωθεί το όποιο σχέδιο ανασυγκρότησης της ντόπιας παραγωγής, ή θα πρέπει να περιοριστούμε στις εγχώριες δυνατότητες και τους πόρους – πιθανώς εφικτό, σίγουρα όμως αρκετά χρονοβόρο – ή εναλλακτικά θα υποστούμε τη βάσανο της αναγνώρισης των νομισματικών διαθεσίμων μας από τις ξένες αγορές προκειμένου να εισάγουμε ό,τι απαιτείται.
Η αναγνωρισιμότητα του εγχωρίου νομίσματος προϋποθέτει τα εξής:
Θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή επαρκή ζήτηση του νομίσματός μας. Πράγματι οι τρέχουσες συναλλαγές της χώρας είναι πλεονασματικές. Όπως όμως αναγνωρίζουν όλοι οι σχετικοί αναλυτές (συμπεριλαμβανομένου του Νίκου Ιγγλέση) το ελληνικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητο στις οικονομικές και πολιτικές αστάθειες. Αν συνυπολογίσουμε την προηγούμενη αναφορά μας στην ιδιαίτερη διάρθρωση του ελληνικού εμπορίου και στη χρονική αλληλουχία εισαγωγών και εξαγωγών, προκύπτει εύκολα ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε στη διατήρηση (τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο) πλεονασματικών ισοζυγίων.
Εναλλακτικά, η αναγνωρισιμότητα του νομίσματός μας διασφαλίζεται από την επάρκεια των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, δυστυχώς, η αλόγιστη (έως και εγκληματικά ανόητη) πολιτική της «δημιουργικής ασάφειας» οδήγησε τη χώρα στο να σπαταλήσει μεγάλο μέρος των όποιων νομισματικών αποθεμάτων διατηρούσε.
Αναμφίβολα η ελληνική περίπτωση συνιστά ένα περιπλεγμένο ζήτημα. Από τη μια η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη συμμαχία στην Ευρώπη, συνεπικουρούμενη από τα διεθνή κέντρα της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και τους πειθήνιους εγχώριους συμμάχους της (παραδοσιακούς και νεότερους) επιβάλλει στη χώρα το σχέδιο της εσωτερικής υποτίμησης και της (επανα-) συγκεντροποίησης των μέσων παραγωγής (το δεύτερο κυριαρχεί στο τρέχον, τρίτο μνημονίο).
Χρησιμοποιεί στυγνά το κοινό νόμισμα ως εργαλείο επιβολής της πολιτικής της.
Από την άλλη ο στρεβλός τρόπος δόμησης του μεταμοντέρνου ελληνικού καπιταλισμού και η οικειοθελής σταδιακή αποπαραγωγικοποίησή του, η οποία εντάθηκε δραματικά τα τελευταία χρόνια, καθιστά μεν απαραίτητη την αλλαγή του μοντέλου θεσμικής, πολιτειακής (ανα-) συγκρότησης και κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, αλλά ταυτόχρονα δρα περιοριστικά ως προς τη διαθεσιμότητα των αναγκαίων πόρων.
Η προηγούμενη περίοδος κατά την οποία, ιδιαίτερα μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη, αντλούσαμε με ευκολία κεφάλαια από την πλεονάζουσα προσφορά στη διεθνή χρηματαγορά, μετεξελίχθηκε γρήγορα σε μια κατάσταση όπου, δεδομένης της συστημικής κρίσης και της χρηματοπιστωτικής δυσλειτουργίας παγκοσμίως, η χώρα είναι δέσμια της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής μιας άκρως συντηρητικής Ένωσης.
Τι μας μένει λοιπόν; Πολλοί από τους αρνητές της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας αρέσκονται στην αλληγορική χρήση του Γόρδιου Δεσμού.
Συμφωνώ απολύτως, μόνο που ο κόμπος δεν είναι το νόμισμα. Ο κόμπος συνίσταται στο μοντέλο κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης της χώρας: ο εκδημοκρατισμός όλων των τομέων του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, η ανασύσταση ενός διεκδικητικού και ταξικά (όχι συντεχνιακά) ριζομένου συνδικαλιστικού κινήματος, η ανάκτηση των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η ανάδειξη των συνεργατικών, συνεταιριστικών δομών και της κοινωνικής οικονομίας, η αναγνώριση και η αξιοποίηση των οριζοντίων και των κλαδικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής παραγωγής, η υπεράσπιση των κοινωνικών αγαθών και η διεύρυνση ενός λειτουργούντος δημοσίου τομέα, η αναδόμηση ενός αποτελεσματικού κράτους δικαίου, αυτές είναι οι απαραίτητες τομές, αυτές είναι οι συνιστώσες της επανάστασης.
Στη σύγχρονη συγκυρία της κρίσης και της αυτοκαταστροφικής, καπιταλιστικής αντίδρασης με τον επιθετικό νεοφιλελευθερισμό, τη στιγμή που τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά αδιέξοδα μεταλλάσσονται σταδιακά σε επικίνδυνα διευρυνόμενες βίαιες συγκρούσεις και στρατιωτικές συρράξεις, η προοπτική της συστημικής μετεξέλιξης ωριμάζει, μάλλον καθίσταται αναγκαία.
Παρασυρόμενος από το απρόβλεπτο του σύγχρονου κόσμου ο Κωνσταντίνος Γριβας στο κεφάλαιο περί γεωπολιτικής που φιλοξενείται στο προαναφερόμενο βιβλίο του Νίκου Ιγγλέση, οδηγείται να υποστηρίξει ότι η χώρα πρέπει κι αυτή με τη σειρά της «να καταστεί απρόβλεπτη κι ασαφής όσον αφορά τις μελλοντικές γεωπολιτικές επιλογές και κινήσεις της».
Μάλιστα σε αυτήν την άποψη του εδράζει και τη γεωπολιτική διάσταση της νομισματικής αλλαγής: «Η πρώτη και αποφασιστική κίνηση που μπορεί να κάνει η Ελλάδα προς αυτή την κατεύθυνση είναι να εξέλθει από την Ευρωζώνη».
Μέγα σφάλμα. Αυτός ο ρόλος δεν μας ταιριάζει. Η χώρα δεν θα το άντεχε αλλά και δεν της πρέπει να καταστεί ένας ακόμη παράγοντας ανασφάλειας.
Ούτε βεβαίως μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως ένας κρίκος στην αλυσίδα των νεοφιλελεύθερων εμμονών, υπηρέτης των πιο αντιδραστικών σχεδίων για το μέλλον της Ευρώπης και του κόσμου.
Τουναντίον, αξιοποιώντας το ιστορικοπολιτικό κεκτημένο της και την κρίση αξιοπιστίας της εγχώριας συντήρησης, ο ρόλος της συνίσταται στο να καταστεί παράδειγμα της εναλλακτικής ανάπτυξης, μοχλός για την ανασύσταση της οικονομικής συνεργασίας και της δημιουργικής επικοινωνίας λαών και πολιτισμών της Νοτιο- Ανατολικής Ευρώπης, της Παρευξείνιας Ζώνης και της Μέσης Ανατολής, μια «πυξίδα» σταθερά προσανατολισμένη στην συστημική προοδευτική αλλαγή.
Σε αυτήν την προοπτική της εφαρμογής ενός εναλλακτικού σχεδίου της ανασυγκρότησης του εσωτερικού μας και της ανάληψης αυτού του διεθνή ρόλου, η ρήξη με την Ευρωζώνη και την αλλωμένη Ευρωπαϊκή Ένωση είναι προφανώς αναπόφευκτη και μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει μεταξύ άλλων σε νομισματική αλλαγή (2).
Δεν θα πρόκειται όμως για κάποιο γινάτι, αλλά για μία ρήξη που θα είναι ιστορικά δικαιωμένη και κοινωνικά νομιμοποιημένη, που θα προκύψει όχι στη βάση εμμονών, αλλά στη βάση ενός ριζοσπαστικού, ρεαλιστικού και υλοποιήσιμου σχεδίου βιώσιμης ανάπτυξης, κοινωνικής δικαιοσύνης και περιβαλλοντικής ισορροπίας.
Μια ρήξη που, καθώς δεν θα είναι ο αυτοσκοπός αλλά το μέσο για έναν συγκριμένα προσδιορισμένο, ανώτερο στόχο, θα βρει την υποστήριξη και τους συμμάχους που χρειάζονται εντός και εκτός των συνόρων.