Το θέατρο του παραλόγου που διαδραματίζεται στην αγορά ακίνητων με τη μη προσαρμογή των αντικειμενικών αξιών στις πραγματικές τιμές που γίνονται πλέον οι αγοραπωλησίες αναδεικνύουν περιπτώσεις παλιών διαμερισμάτων στο κέντρο της Αθήνας που πωλούνται με τιμές έως 70% χαμηλότερες των αντικειμενικών.
Στοιχεία μεσιτικών γραφείων που παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο του Ελληνικού Ινστιτούτου Εκτιμητικής στην Αθήνα και παρουσιάζει η “Καθημερινή”, φανερώνουν τη μεγάλη στρέβλωση που έχει προκληθεί στην αγορά από τη μη προσαρμογή των αντικειμενικών τιμών στα σημερινά δεδομένα.
Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε το γεγονός ότι οι αντικειμενικές αξίες έχουν παραμείνει στο επίπεδο που βρίσκονταν το 2007, δηλαδή αρκετά πριν από την οικονομική κρίση.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η οικονομολόγος Μαρία Φιλιππακοπούλου, οι τιμές πώλησης σε Αθήνα και βόρεια προάστια υποχώρησαν κατά μέσο όρο κατά 20% το 2013, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ακόμα περισσότερο η απόσταση από τις αντικειμενικές αξίες.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Κυψέλης, όπου οι τιμές πώλησης των παλιών διαμερισμάτων διαμορφώνονται μεταξύ 300 – 400 ευρώ/τ.μ., τη στιγμή που η ελάχιστη αντικειμενική αγγίζει τα 900 ευρώ/τ.μ., απόκλιση της τάξεως του 70%. Αντίστοιχα, τα νεόδμητα διαμερίσματα της Κυψέλης πωλούνται αντί 1.000 ευρώ/τ.μ., όταν η ελάχιστη αντικειμενική τιμή διαμορφώνεται κατά 33% υψηλότερα στα 1.500 ευρώ/τ.μ.
Συνολικά στο κέντρο της Αθήνας οι αντικειμενικές τιμές στα νεόδμητα ακίνητα είναι υψηλότερες σε ποσοστό από 3% έως 33%, ανάλογα με την περιοχή, ενώ στα παλιότερα διαμερίσματα, η απόκλιση κυμαίνεται από 20% έως 70%.
Αντίστοιχα, στις περιοχές των βορείων προαστίων, στα παλιότερα διαμερίσματα, οι αντικειμενικές είναι υψηλότερες από 3,5% έως 60%, ενώ στα νεόδμητα η αντίστοιχη διαφορά φθάνει έως και 15%.
Ο παραλογισμός των υψηλών αντικειμενικών τιμών επισημάνθηκε και στην πρόσφατη ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σύμφωνα με την ΤτΕ, «η στρέβλωση που προκύπτει από τις υψηλές αντικειμενικές αξίες, που συχνά υπερβαίνουν τις εμπορικές, «οδηγεί σε τεχνητή υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας και σε περαιτέρω, μη ορθολογική πλέον, συμπίεση των αξιών».