«Η απάντηση πρέπει να δοθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ» λέει η κα Άννα Ασημακοπούλου, εκπρόσωπος τύπου της Ν.Δ., «αποκαλύπτοντας»(;) την ιδεολογική σχέση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τη 17Ν. Κάτι βεβαίως που επιμελώς αποφεύγει να αποδείξει σαν να μην έχει υποχρέωση.
Τα υπονοούμενα που αφήνονται με την μορφή ερωτημάτων, έχουν προφανή στόχο να θέσουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε απολογητική θέση. Σε μία περίοδο μάλιστα που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ξεκάθαρα ότι το κυβερνών κόμμα υπολείπεται εκλογικά. Μία τέτοια προσπάθεια από την μεριά της κυβέρνησης, θα μπορούσε -υπό πολλές προϋποθέσεις-, να είναι μία λογική πολιτική τακτική όταν το ζητούμενο είναι οι εκλογικοί συσχετισμοί για τις επερχόμενες εκλογές. Τι να υποθέσει όμως κανείς για μία κυβέρνηση που εν μέσω κοινωνικών ερειπίων ορίζει σαν το κεντρικό πολιτικό της στόχο την εκλογική της επιβίωση;
Ταυτόχρονα, η συγκυβέρνηση φαίνεται να αποποιείται της στοιχειώδους και αυτονόητης ευθύνης και υποχρέωσης του εκάστοτε κατηγόρου να στοιχειοθετεί μια κατηγορία. Αυτή η υποχρέωση αφορά έναν άλλο πολιτικό και εν τέλει κοινωνικό πολιτισμό που η κυβέρνηση αδυνατεί να κατανοήσει ή με ευκολία προσπερνά. Εξάλλου, οι πρόσφατες αστυνομικές επεμβάσεις ή οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου εκ των πραγμάτων γεννούν ερωτήματα για την αντίληψη περί δημοκρατίας από την πλευρά της κυβέρνησης.
Δεν είναι πρωτόφαντη επίσης, η προσπάθεια αναπαραγωγής της θεωρίας των δύο άκρων, αυτή τη φορά με το καπέλο της ΝΔ αντί της κυβέρνησης. Άλλοτε σαν προσπάθεια προκλητικής -διότι προκλητική για τη νοημοσύνη μας είναι- επίθεσης στην κοινή λογική, άλλοτε σαν διέξοδο από μία γκάφα(;) ολκής. Ακόμα και ο βουλευτής της ΝΔ, Αργύρης Ντινόπουλος που η παρουσία του στα κανάλια, σχεδόν πάντα συμπίπτει με ειδικές επικοινωνιακές αποστολές, δεν φαίνεται να μπορεί να αντεπεξέλθει. Στην πρόσφατη επίθεσή του κατά των δηλώσεων του Μανώλη Γλέζου για την απόδραση Ξηρού στον τηλεοπτικό σταθμό «Ε», αναγκάστηκε σε αναδίπλωση συμπληρώνοντας ότι οι ερμηνείες είναι ανοιχτές και χωρίς βέβαια να κάνει τον κόπο να διευκρινίσει τί ακριβώς εννοούσε.
Οι ευθύνες του υπουργείου δικαιοσύνης όσο της ΕΛ.ΑΣ. και των πολιτικών τους ηγεσιών είναι αδιαμφισβήτητες. Πέρα από τα ερωτηματικά που μπορεί να εγερθούν εξαιτίας των συνεχών αδειών του Χ. Ξηρού τα τελευταία δύο χρόνια, πέρα από το γεγονός ότι παρέμενε χωρίς αστυνομική επιτήρηση καθ’όλη τη διάρκεια της άδειάς του, πέρα από τα ερωτήματα που ο Αλ. Γιωτόπουλος διατυπώνει με την επιστολή του στην Ελευθεροτυπία. Ωστόσο, η προσπάθεια να δοθεί ερμηνεία σε όλα αυτά θα ήταν αποπροσανατολισμός, αν δεν γίνει κατανοητό ότι δεν μπορεί όλα αυτά να είναι απλά μια σειρά «ατυχών» χειρισμών.
Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι η αναφορά και η επιρροή που ασκεί ένα γεγονός στην πολιτική ζωή και άρα στην ίδια την κοινωνία. Το γεγονός λοιπόν, δεν είναι αυτή καθεαυτή η απόδραση αλλά η διαχείριση της την επόμενη μέρα.
Τα πραγματικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν δεν είναι οι σχέσεις του Ξηρού με τις αρχές ή όχι, η ήδη απαντημένη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την τρομοκρατία κλπ., αλλά το κυρίαρχο ερώτημα που είναι: αν η επικοινωνιακή τακτική της Ν.Δ. οφείλεται σε αδυναμία κατανόησης του προβλήματος που μπορεί να δημιουργηθεί θέτοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό περιθώριο ή σε μία προσπάθεια να αναστηθεί η καταβαραθρωμένη -δημοσκοπικά- κεντροαριστερά του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ, των 58• την ίδια ώρα που η Χ.Α. με την μισή κοινοβουλευτική της ομάδα προφυλακισμένη διατηρεί τα υψηλά της ποσοστά.
Κοινή στόχευση και για τις δύο τακτικές, η προσπάθεια παραμονής στην κυβέρνηση.
Πριν ενάμιση χρόνο -στις βουλευτικές εκλογές- είχαμε την ενδεχόμενη αποχώρηση από την ευρωζώνη. Όταν κινδύνευε η κυβερνητική σταθερότητα είχαμε τη θεωρία των δύο άκρων. Σήμερα, 4 μήνες πριν τις εκλογές, τις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με την τρομοκρατία.
Όποιος παίζει με τη φωτιά, στο τέλος καίγεται λέει η παροιμία! … και το ενδεχόμενο να καεί η δημοκρατία στο όνομα των πολιτικών τακτικών της κυβέρνησης είναι ένα εφιαλτικό όσο και τρομοκρατικό ενδεχόμενο.