Διπλό παιχνίδι της Ρωσίας σε ΠΓΔΜ και Ελλάδα, για να μην καταλήξουν σε συμφωνία οι δύο χώρες και έτσι τα Σκόπια να μην ενταχτούν αρχικά στο ΝΑΤΟ και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την αιγίδα της Ελλάδας ως περιφερειακού ηγέτη των Βαλκανίων, γινόμενα μέρος της Δύσης και φυσική γεωγραφική-γεωπολιτική προέκταση της Ελλάδας – «ανάχωμα» στον μοσχοβίτικο πανσλαβισμό.
Πώς υπονομεύει η Μόσχα τις σχέσεις των δύο χωρών;
Με διπλό παιχνίδι, όπως προαναφέραμε και ακολούθως θα εξηγήσουμε.
Ενώ στο εσωτερικό της χώρας μας -κυρίως στη Μακεδονία- ρωσόφιλοι κύκλοι «ξεσπαθώνουν» υποτίθεται υπέρ της «ελληνικότητας της Μακεδονίας» -η οποία ελληνικότητα σημειωτέον δεν τελεί υπό κάποια διαπραγμάτευση, αφού η αρχαία Μακεδονία έχει ολόκληρη απελευθερωθεί (εκτός της περιοχής του Μοναστηρίου) και βρίσκεται εντός ελληνικών συνόρων, με την ελληνική κυβέρνηση εκτός από το ονοματολογικό να θέτει στους Σκοπιανούς το ταυτοτικό και το αλυτρωτικό- την ίδια ώρα στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ οι ρωσόφιλοι και ευθέως η ρωσική εξωτερική πολιτική υποστηρίζουν ανοιχτά το πολυεθνικό κρατίδιο να μην αλλάξει το όνομά του και να παραμείνει «Μακεδονία».
Με απλά λόγια, οι ρωσόφιλοι τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΠΓΔΜ τάσσονται υπέρ της Μακεδονίας, μόνο που εδώ λένε ότι είναι ελληνική και εκεί λένε ότι είναι σλάβικη.
Και στις δύο χώρες ρωσόφιλα κόμματα και κύκλοι, στο όνομα δήθεν του πατριωτισμού, εξυπηρετούν τα σχέδια της Μόσχας και με Fake News (ψευδείς ειδήσεις) και λαϊκίστικη προπαγάνδα υποδαυλίζουν εθνικιστικά πάθη και προσπαθούν να υπονομεύσουν τη συμφωνία, η οποία εάν επιτευχθεί απομακρύνει τον μοσχοβίτικο πανσλαβισμό από τα βόρεια σύνορά μας.
Την Τρίτη το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι ο βοηθός υπουργός Αλεξάντερ Γκρούσκο συναντήθηκε με τον πρέσβη της ΠΓΔΜ στη Μόσχα Γκότσε Καραγιάνοφ, στον οποίο και επισημάνθηκε ότι «τα σχέδια προσέλκυσης της Δημοκρατίας της “Μακεδονίας” στο ΝΑΤΟ μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην περιφερειακή ασφάλεια και τις διμερείς σχέσεις».
Η παρέμβαση της Μόσχας ανάγκασε τον πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ να προχωρήσει σε μια δήλωση, προκειμένου να καθησυχάσει τη Ρωσία για τους στόχους της κυβέρνησής του.
«Η ένταξή μας στο ΝΑΤΟ δεν σημαίνει ότι είμαστε αντίθετοι στην προώθηση της συνεργασίας με τη Ρωσική Ομοσπονδία», είπε ο Ζόραν Ζάεφ, επισημαίνοντας ότι συνιστά «στρατηγικό στόχο» της χώρας του να ενισχύσει περαιτέρω τις σχέσεις με τη Ρωσία, «πρωταρχικά στην οικονομία, τον πολιτισμό, την εκπαίδευση και άλλους τομείς».
Προσέθεσε ότι η ΠΓΔΜ έχει δεσμευθεί προς το ΝΑΤΟ ήδη προ 25 ετών, ενώ ανέφερε ότι η «συντριπτική πλειοψηφία, πάνω από 75% των πολιτών της χώρας, συντάσσεται με την ένταξη στο ΝΑΤΟ». Που, όπως είπε, «είναι πολύ σημαντική για τη σταθερότητα και την ασφάλεια της “Μακεδονίας”, αλλά επίσης και για ολόκληρη την περιοχή».
Ο πανσλαβισμός, που επένδυσε στη «βουλγαροποίηση» σλαβόφωνων ελληνικών πληθυσμών σε Μακεδονία και Θράκη, ήταν το σχέδιο της Μόσχας που εφαρμόστηκε από τον 19ο αιώνα για να μην επιτρέψει στην Ελλάδα να φτάσει μέχρι τον Δούναβη.
Σε αυτό το σχέδιο έπαιξε βασικό ρόλο η ίδρυση το 1870 της Βουλγαρικής Εκκλησίας (Βουλγαρική Εξαρχία), σε αγαστή συνεργασία Τσάρου και Σουλτάνου, ώστε οι ορθόδοξοι Βουλγαρόφωνοι κάτοικοι της Θράκης και της Μακεδονίας, που στη συντριπτική τους πλειονότητα είχαν ελληνική συνείδηση, να αποκτήσουν βουλγαρική.
Κοινή επιδίωξη Ρώσων και Τούρκων ήταν η Ελλάδα να μην ενσωματώσει ποτέ τη Μακεδονία και τη Θράκη.
Σε ό,τι αφορά τη Θράκη σε μεγάλο βαθμό τα κατάφεραν, αφού η σημερινή ελληνική (δυτική) Θράκη είναι μόνο ένα μικρό μέρος της γεωγραφικής περιοχής Θράκης, την οποία καταλαμβάνει κυρίως η Βουλγαρία, η οποία ιδρύθηκε ως σλαβικό θρακικό κράτος.
Ο ελληνισμός αφυπνίστηκε όταν η βουλγαροποίηση και ο πανσλαβισμός άρχισαν να εισβάλουν στη Μακεδονία με αποτέλεσμα τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908).
Τελικά η Ελλάδα απελευθέρωσε ολόκληρη σχεδόν την αρχαία Μακεδονία (τα Σκόπια είναι η αρχαία Παιονία που μετονομάστηκε από τους Ρωμαίους σε ρωμαϊκή επαρχία «Μακεδονία Δεύτερη» – «Ματσεντόνια Σεκούντα»), ενσωματώνοντας στον εθνικό κορμό και τους μακεδονικούς πληθυσμούς που είχαν εκσλαβιστεί γλωσσικά τους προηγούμενους αιώνες, τους λεγόμενους Σλαβομακεδόνες, στους οποίους δίδαξε ξανά τη γλώσσα των Ελλήνων προγόνων τους.
Να σημειωθεί εδώ ότι όταν μιλάμε για Σλαβομακεδόνες δεν εννοούμε Σλάβους κατοίκους της Μακεδονίας, αλλά Έλληνες Μακεδόνες σλαβόφωνους.
Ένα ποσοστό του σλαβόφωνου ελληνικού μακεδονικού πληθυσμού ενσωματώθηκε στη Σερβία. Αυτοί οι λεγόμενοι Μακεδόνες «Γραικομάνοι» (που σημαίνει αυτοί που έχουν «μανία» με τους Γραικούς, δηλαδή αυτοί που αγαπάνε τρελά τους Έλληνες) πιέζονταν από τους Σέρβους να γίνουν Σέρβοι και από τους Βούλγαρους να γίνουν Βούλγαροι.
Επειδή το σλαβικό ιδίωμα που μιλούσαν και μιλάνε είναι βουλγαρική διάλεκτος, η Βουλγαρία τους προσεταιριζόταν ευκολότερα.
Ο Τίτο για να τους αποκόψει από τη βουλγαρική επιρροή τους ονόμασε «Μακεδονικό Έθνος» και παράλληλα για να τους αποκόψει και από την ελληνική επιρροή άρχισαν να τους διδάσκουν πως αυτοί είναι οι γνήσιοι Μακεδόνες και ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες.
Για να απαντήσουν στο αμείλικτο ερώτημα πώς αυτοί οι «γνήσιοι και μοναδικοί Μακεδόνες» μιλούσαν βουλγαρικά, τους είπαν τη μισή αλήθεια: Ότι δηλαδή εξσλαβίστηκαν γλωσσικά τον μεσαίωνα, δεν τους είπαν όμως την πλήρη αλήθεια, ότι δηλαδή προηγουμένως μιλούσαν ελληνικά.
Στην ΠΓΔΜ ζουν επίσης λατινόφωνοι Έλληνες, οι Βλάχοι και ελληνόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες.
Χαρακτηριστική περίπτωση Έλληνα σλαβόφωνου ήρωα είναι ο μακεδονομάχος Κώττας Χρήστου, γνωστός και ως Καπετάν Κώττας.
Όταν στις 27 Σεπτεμβρίου 1905 οδηγήθηκε από τους Οθωμανούς στην πλατεία Ατ Παζάρ του Μοναστηρίου για να τον απαγχονίσουν, ο Κώττας απαίτησε να του λύσουν τα χέρια, ανέβηκε μόνος του στο ικρίωμα και αποφασισμένος, αφού φώναξε για τελευταία φορά «Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια!» (Ζήτω η Ελλάς), κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο. Ο Καπετάν Κώττας δεν μίλαγε ελληνικά, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να πεθάνει για την Ελλάδα.
Το πόσο ισχυρή ήταν η ελληνική συνείδηση των σλαβόφωνων, που προσπαθούσαν να τους εκβουλγαρίσουν, μαρτυρείται στο ακόλουθο δημοτικό τραγούδι:
«Να Γκραντάτς πούκαϊα, να Γκουμέντσα σλούσαϊα. Γκ’ρτσοι αντάρτσοι φ’ρλια, Μπουγκάρτσκι κούτσινια πάγκιατ. Μόμιτε σε σμέια πισκέσιε να Γκ’ρτσιτε. Γκ’ρτσιτε σε μόλια: Μπουγκάριν ντα ζακόλια, Μπουγκάριν ντα ζακόλια, Κρ’φτα ντα μα πία, Κρ’φτα ντα μα πία, ζέμια Γκ’ρτσια ντα ισμία», το οποίο λέει:
«Στο Γκαντάτσι (κορυφή του Πάικου) πυροβολούσαν, στη Γουμένισσα ακούγαν. Έλληνες αντάρτες ρίχναν, Βουλγάρικα σκυλιά πέφταν. Τα κορίτσια κουβαλούσαν δώρα στους Έλληνες. Τους Έλληνες (αντάρτες) παρακαλούσαν: Βούλγαρο να σφάζαν, Βούλγαρο να σφάζαν, το αίμα του να πίναν, το αίμα του να πίναν, την Ελληνική γη να καθαρίζαν».
Προφανώς και η Μακεδονία είναι ελληνική. Οφείλουμε όμως ως έθνος να ανακτήσουμε την ευφυΐα των προγόνων μας και αντί να περιχαρακωνόμαστε σε έναν φοβικό και κομπλεξικό εσωστρεφή επαρχιώτικο εθνικισμό, που διαρκώς ακρωτηριάζει και συρρικνώνει τον ελληνισμό, να εργαστούμε με σύγχρονους όρους για το «μεγάλωμα» του τόπου και των ανθρώπων.