Τους σκελετούς από τη ντουλάπα της ΝΔ βγάζει το ονοματολογικό, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη γνωρίζοντας εκ των προτέρων τον… διπολισμό της ΝΔ γύρω από το ζήτημα των Σκοπίων, να επιχειρεί περισσότερο να λειτουργήσει ως… κυανόκρανος μεταξύ Ντόρας Μπακογιάννη και Αντώνη Σαμαρά, παρά ως υπεύθυνος επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης της χώρας.
Οι χαοτικές αντιφάσεις της ΝΔ όλη την περασμένη εβδομάδα κατέστησαν ακόμη πιο εμφανείς, με τον Πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αποτυγχάνει να λειάνει τις γωνίες στις αντιδιαμετρικά αντίθετες απόψεις που εμφιλοχωρούν στη ΝΔ για το ονοματολογικό.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι εν είδει Πόντιου Πιλάτου ο κ. Μητσοτάκης, ενώ έχει ταχθεί δημόσια υπέρ της σύνθετης ονομασίας για όλες τις χρήσεις, θέση της Ντόρας Μπακογιάννη, την ίδια ώρα εξαναγκάστηκε από το “σαμαρικό” στρατόπεδο να δώσει… ελευθέρας σε όποιον βουλευτή ήθελε να δώσει το παρόν στο σημερινό συλλαλητήριο, που είναι για την πλήρη απαλειφή του όρου “Μακεδονία” από τυχόν πρόταση λύσης για το Σκοπιανό.
Και τούτο, ενώ μόλις μία μέρα πριν είχε καρατομήσει στενή συνεργάτιδά του από τη ΝΟΔΕ Θεσσαλονίκης προς τέρψιν του Αντώνη Σαμαρά, επειδή η ίδια είχε συστήσει σε στελέχη της παράταξης από το βόρεια Ελλάδα να κρατήσουν αποστάσεις από το συλλαλητήριο.
Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Μητσοτάκης έφτασε στο σημείο να συστήσει σε βουλευτές της βόρειας Ελλάδας με τους οποίους συναντήθηκε την Πέμπτη, να μην παίρνουν σαφή θέση ακόμα και για το αν τάσσονται με τη σύνθετη ονομασία erga omnes, με το πρόσχημα ότι η κυβέρνηση δεν έχει ενιαία θέση ένεκα της διακριτής στάσης του κυβερνητικού εταίρου, Πάνου Καμμένου.
Και όλα αυτά στο γαλάζιο στρατόπεδο, την ώρα που τα σενάρια για διάσπαση της ΝΔ με αφορμή το Σκοπιανό και δημιουργία μίας ελληνικής “Λέγκας του Βορρά” όλο και φουντώνουν, με επιχειρηματικά συμφέροντα από τη βόρεια Ελλάδα να φαίνεται πως βλέπουν θετικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο…
Συν τοις άλλοις, με δεδομένη τη σεναριολογία και τη φημολογία περί «Λέγκας του Βορρά», αν τυχόν το σημερινό συλλαλητήριο έχει έντονο «γαλάζιο» χρώμα, μπορεί να αποδειχθεί «μπούμερανγκ» για τον Κυρ. Μητσοτάκη. Όπως και να έχει, σχεδόν 26 χρόνια μετά τα συλλαλητήρια του 1992, τα όσα συμβαίνουν αυτές τις ημέρες είναι άλλη μία απόδειξη ότι μεγάλο κομμάτι του στελεχικού δυναμικού της Ν.Δ. δεν έχει μάθει κανένα μάθημα από την πολύχρονη ιστορία των «χαμένων ευκαιριών» του «Μακεδονικού».
Αγωνία και νευρικότητα
Σε κάθε περίπτωση, τα συλλαλητήρια, αρχής γενομένης από το σημερινό, προκαλούν έντονη νευρικότητα στην ηγεσία της ΝΔ για πολλούς λόγους: κατ’ αρχάς, αν η… μισή Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δώσει το «παρών», αυτό μελλοντικά θα μειώσει τα περιθώρια ελιγμών για τον Κυρ. Μητσοτάκη αν θελήσει να στηρίξει μια σύνθετη ονομασία.
Επίσης, αν τυχόν κυκλοφορήσουν φωτογραφίες και τηλεοπτικά πλάνα με «γαλάζιους» βουλευτές στο ίδιο κάδρο με νεοναζί, προφανώς αυτό δεν θα είναι και το πιο… «φιλελεύθερο» στίγμα που θα έχει δώσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Τα εγκληματικά λάθη και οι σκελετοί της ΝΔ για το Σκοπιανό
Η δομική αυτή αντίφαση, η οποία στοιχειώνει τη ΝΔ εδώ και 26 χρόνια δεν είναι η μοναδική και έχει ήδη εξάλλου αποδειχθεί πως έχει αποτελέσει την αιτία πτώσης της κυβέρνησης της ΝΔ το 1993 και διάσπασης της συντηρητικής παράταξης.
Μία ενδελεχής εξέταση όλων των ιστορικών δεδομένων για το πώς έφθασε το ονοματολογικό να αποτελεί μείζον εθνικό ζήτημα επιβεβαιώνει μέχρι κεραίας τους ισχυρισμούς για λανθασμένους χειρισμούς, παραλείψεις και αδυναμία υιοθέτησης μίας ενιαίας γραμμής από την πλευρά της ΝΔ.
Ειδικότερα:
Πρώτον, η Ν.Δ το 1991 απέτυχε να συμπεριλάβει Έλληνα δικαστικό λειτουργό στην Επιτροπή Badinter η οποία και γνωμοδότησε επί του ζητήματος της αναγνώρισης των νέων κρατών που θα προέκυπταν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Επέλεξε να προτείνει έναν από τους αντιπροέδρους του ΣτΕ αντί για τον πρόεδρό του, πρόταση που δεν έγινε αποδεκτή αφού τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής ήταν πρόεδροι των συνταγματικών δικαστηρίων των κρατών τους (Σκυλακάκης).
Απέτυχε, δηλαδή, να διαβλέψει τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας συναινώντας στη σύσταση της Επιτροπής Badinter χωρίς Έλληνα δικαστή ως μέλος της, θεωρώντας την άνευ σημασίας. Πληροφορίες από διπλωματικές πηγές της εποχής αναφέρουν πως η επιλογή Αντιπροέδρου στη θέση του Προέδρου του ΣτΕ έγινε διότι ο Πρόεδρος ήταν φίλα προσκείμενος στο ΠΑΣΟΚ και δεν ενέκρινε την επιλογή του ο τότε Πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Δεύτερον, η αποτυχία διαμόρφωσης εθνικής πολιτικής διαφαίνεται από το γεγονός ότι η τότε κυβέρνηση της Ν.Δ δεν πρότεινε καν όνομα, όταν διατύπωνε τους τρεις όρους: ((1)απουσία εδαφικών διεκδικήσεων από το Σύνταγμα, (2) απουσία προπαγανδιστικών δραστηριοτήτων, (3) χρήση ονόματος που θα υπαινισσόταν εδαφικές διεκδικήσεις) προκειμένου να συμφωνήσει με την αναγνώριση της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ως ανεξάρτητου κράτους.
Η Ν.Δ κατάφερε να προσέλθει δηλαδή στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της ΕΟΚ χωρίς καμία προετοιμασία ως προς την ονομασία. Απροετοίμαστη ούσα έχασε την ευκαιρία να γίνει δεκτό ένα όνομα όπως το «Σλάβομακεδονία» (Βαρβιτσιώτης σελ.357).
Είναι ειρωνικό ότι ο κ. Σαμαράς πίστευε πως με τον 3ο όρο, (χρήση ονόματος που θα υπαινίσσεται εδαφικές διεκδικήσεις) αποκλειόταν το ενδεχόμενο της χρήσης του όρου «Μακεδονία» νομιμοποιώντας έτσι μια μαξιμαλιστική γραμμή.
Είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι ο 3ος όρος, χωρίς να αποκλείει σύνθετη ονομασία, απλά ανέφερε ότι δεν θα γινόταν αποδεκτό όνομα “που υπονοεί εδαφικές διεκδικήσεις.”
Ως δεύτερη πηγή νομιμοποίησης της μαξιμαλιστικής γραμμής, ο Σαμαράς επικαλείτο και τρισέλιδη επιστολή που είχε λάβει από τον ΠτΔ Καραμανλή, από τον οποίον ζητούσε γραπτές οδηγίες και ο οποίος του έγραψε ότι “θα υπονομεύσει τη σταθερότητα και την ειρήνη στα Βαλκάνια” η αναγνώριση των Σκοπίων “με το όνομα Μακεδονία” (δηλ. δεν απέκλειε τη σύνθετη ονομασία).
Με την απόφαση της 16ης Δεκ. 1991 η τότε κυβέρνηση ουσιαστικά θυσίασε τις θεμιτές ενστάσεις που θα μπορούσε να προβάλει στην αναγνώριση της Κροατίας και της Σλοβενίας (για την οποία πίεζε η Γερμανία) μόνο και μόνο για να αποσπάσει αμφίβολα οφέλη με τον αμφίσημο 3ο όρο.
Στις 2 Δεκ. 1991 η ελληνική κυβέρνηση ενέκρινε τον κανονισμό 3567 του συμβουλίου υπουργών εξωτερικών της ΕΟΚ ο οποίος αναφερόταν στη Δημοκρατία της «Μακεδονίας», αναγνωρίζοντας έτσι το κράτος ως συμβαλλόμενο με την ΕΟΚ μέρος και όχι απλώς ως ένα από τα τμήματα της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας.
Ο Παπακωνσταντίνου ως ΥΠΕΞ κατήγγειλε την ενέργεια αυτή ένα χρόνο αργότερα ενώ όταν ρωτήθηκε ο Σαμαράς γιατί δεν είχε εκφράσει επιφυλάξεις απέδωσε το λάθος στον διπλωματικό υπάλληλο ο οποίος παρίστατο. Στην πραγματικότητα, ήταν και ο Σαμαράς παρών αλλά δεν μίλησε για να μην δημιουργήσει προβλήματα λίγο πριν από την κρίσιμη διάσκεψη του Μάαστριχτ.
Εάν τα παραπάνω δείχνουν ανικανότητα και παντελή έλλειψη προετοιμασίας, οι χειρισμοί κατά τις διαπραγματεύσεις καταδεικνύουν την ανευθυνότητα της Ν.Δ η οποία δεν κατάφερε σε διάστημα δύο περίπου ετών να διαμορφώσει μια ενιαία πολιτική.
Πρώτον, ο τότε Πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης και ο Υπουργός Εξωτερικών Α.Σαμαράς ήταν υπέρ της διεξαγωγής συλλαλητηρίων, υποδαυλίζοντας την έξαρση των εθνικιστικών παθών που εγκλώβισαν τη χώρα σε μια στείρα αδιαλλαξία.
Στον αντίποδα ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Κ.Βαρβιτσιώτης και κορυφαίο στέλεχος της Ν.Δ εξέφρασε την αντίθεσή του τονίζοντας ότι «[…]καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί να ασκήσει εξωτερική πολιτική. Θα είναι δεσμευμένη από το ψήφισμα του ογκώδους συλλαλητηρίου. Εξωτερική πολιτική υπό την πίεση συλλαλητηρίων δεν γίνεται» (Βαρβιτσιώτης σελ.358-9). Αντίθετος ήταν και ό ΠτΔ Κ.Καραμανλής.
Από τις 16 Δεκ. 1991 έως το πρώτο συλλαλητήριο (Φεβρ. 1992) η ελληνική κυβέρνηση πανηγύριζε για τον 3ο όρο του συμβουλίου υπ. εξωτερικών της ΕΟΚ. Αυτό γέννησε και ενίσχυσε τις μαξιμαλιστικές προσδοκίες στην ελληνική κοινή γνώμη, η οποία όμως είχε αφεθεί εντελώς ανενημέρωτη όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Σημειωτέον ότι το 1991 ο Υπ. Άμυνας Βαρβιτσιώτης έλεγε ότι ήταν “ευτύχημα” για την Ελλάδα ότι “δεν διαφαίνεται σήμερα, από Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδιακής πλευράς, διάθεση να επιτραπεί η δημιουργία Ανεξάρτητου Κράτους των Σκοπίων”.
Δεύτερον, και ίσως σημαντικότερο, σημείο διχογνωμίας εντός της Ν.Δ ήταν η στάση του κ. Σαμαρά ο οποίος έδειξε δύο πρόσωπα, ένα πριν κι ένα μετά τα συλλαλητήρια. Ο Σαμαράς, σύμφωνα με το Μητσοτάκη, χρησιμοποιούσε τη σύνθετη ονομασία στα εσωτερικά έγγραφα μέχρι τις αρχές του 1992 και είχε γράψει ότι “το δόρυ της Ελλάδος στρέφεται πια στο Νότο και όχι στο Βορρά.”
Ωστόσο, από τα μαζικά συλλαλητήρια και μετά, εμφορούμενος προφανώς από μικροπολιτικά κίνητρα, εμφανιζόταν αδιάλλακτος ως προς το ζήτημα της ονομασίας. Με αυτήν τη στάση διαφωνούσε και ο Κ. Μητσοτάκης αλλά και άλλα ιστορικά στελέχη της Ν.Δ. Ο Γ. Ράλλης μάλιστα παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα διαμαρτυρόμενος για την εσφαλμένη πολιτική της εμμονής στο ζήτημα της ονομασίας (Βαρβιτσιώτης σελ. 364).
Το αποκορύφωμα της διπολικής στάσης της ηγεσίας της Ν.Δ ήταν η τραγική αποτυχία της να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία της πρότασης Πινέιρο που εξασφάλιζε από την ΠΓΔΜ την παντελή απουσία εδαφικών διεκδικήσεων και την άρνηση ύπαρξης Μακεδονικής μειονότητας, ενώ πρότεινε ως όνομα το NOVA-MACEDONIA.
Από τη μία ο κ. Σαμαράς ήταν αδιάλλακτος ως προς το θέμα της ονομασίας, από την άλλη ο Κ. Μητσοτάκης απέτυχε να προωθήσει μια περισσότερο διαλλακτική στάση (την οποία ακολουθούσαν κι άλλα στελέχη της Ν.Δ). Το αποτέλεσμα ήταν ακόμη ένας ερασιτεχνικός χειρισμός.
Είναι ξεκάθαρο δε, ότι πέραν των διαφορετικών απόψεων εντός της Ν.Δ, το Μακεδονικό έτυχε και εσωκομματικής εκμετάλλευσης σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι εξουσίας εντός της Ν.Δ με πρωταγωνιστές τους κ.κ. Σαμαρά, Μητσοτάκη και Έβερτ οι οποίοι υιοθετούσαν τις όποιες θέσεις τους προκειμένου να προωθήσουν τις δικές τους κομματικές φιλοδοξίες (Βαρβιτσιώτης σελ.371).
Μεταξύ 1995 και 2007 το ζήτημα θα αποσιωπούταν. Το 1993, το 1999 και το 2001 η Αθήνα είχε προτείνει τα ονόματα Novomacedonia, Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια) και Gorna Macedonia αντίστοιχα, αλλά πάντα κάποιος αστάθμητος παράγοντας μεσολαβούσε και ακύρωνε τις προσπάθειες.
Το μεγάλο βήμα υπέρ της ανοικτής αποδοχής μιας σύνθετης ονομασίας έναντι όλων έγινε όμως το φθινόπωρο του 2007, προκαλώντας μάλιστα σημαντικό εκλογικό κόστος στον Καραμανλή.
Από τότε μέχρι τη σύνοδο του Βουκουρεστίου, όμως, φαίνεται ότι πρυτάνευσαν καθαρά μικροπολιτικά κριτήρια που είχαν να κάνουν με την επικείμενη εκλογική αναμέτρηση και τυχόν πολιτικό κόστος.
Μετά τα όσα συνέβησαν στη σύνοδο, ο υπουργός Ναυτιλίας Βουλγαράκης φέρεται να είπε στον Σπέκχαρντ, όταν τον πίεσε για μεγαλύτερη ευελιξία, ότι: «μια συμφωνία στο ζήτημα αυτό θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη και ενδεχομένως αποσταθεροποιητική, αναφερόμενος στην ισχνή πλειοψηφία της ΝΔ και τις εσωτερικές διαμάχες στο αντιπολιτευτικό ΠΑΣΟΚ, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάδυση της Ακρας Αριστεράς (Συνασπισμός)». (Σημ: το δημοσίευσε και η ΕΦΣΥΝ αυτό).