Έντονος προβληματισμός για τους χειρισμούς της Νέας Δημοκρατίας σε μείζονα εθνικά και γεωπολιτικά ζητήματα επικρατεί στους διπλωματικούς διαδρόμους, με αφορμή την πρώτη αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στα όσα διεμήφθησαν στη συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να θέσει στο επίκεντρο της γαλάζιας αντιπολιτευτικής γραμμής την προσυμφωνία για αναβάθμιση του στόλου των F-16, όπως αυτή ανακοινώθηκε διά στόματος Ντόναλντ Τραμπ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου.
Συγκεκριμένα, η ΝΔ σημειώνει ότι «φαίνεται μέχρι στιγμής ότι το μόνο χειροπιαστό αποτέλεσμα της επίσκεψης αφορά μια συμφωνία υψηλότατου κόστους για την αναβάθμιση των ελληνικών αεροσκαφών F 16. Συμφωνία που θα κοστίσει στην ελληνική οικονομία 2,4 δισ. δολάρια, προσφέροντας θέσεις εργασίας όχι στην Ελλάδα, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες”.
Πέραν του γεγονότος ότι με την εν λόγω ανακοίνωση η ΝΔ εμφανίστηκε… βιαστική να απομειώσει τη σημασία της χθεσινής συνάντησης και των ίδιων των λεγομένων του Ντόναλντ Τραμπ, υποπίπτοντας στο σημαντικό λάθος ότι από τα 2,4 δισ. δολάρια μόνο το 1 δισ. θα βαρύνει τα ελληνικά ταμεία, αφού τα υπόλοιπα 1,4 δισ. δολάρια σύμφωνα με την προσυμφωνία θα προέλθουν από αμερικανικά κεφάλαια, έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό και συζητήσεις σε διπλωματικό επίπεδο για ακόμη έναν λόγο, μάλλον σοβαρότερο από το υπολογιστικό λάθος της Πειραιώς.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εξέλαβαν την ενστικτώδη αντίδραση της ΝΔ ως ευθεία υπονόμευση της ενίσχυσης της αμυντικής και γεωπολιτικής συμμαχίας της Αθήνας με την Ουάσινγκτον, καθώς στο στόχαστρο του Κυριάκου Μητσοτάκη βρέθηκε μονάχα η τεχνολογική αναβάθμιση των μαχητικών αεροσκαφών της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, ενώ την ίδια ώρα υποβαθμίζονται οι εμφατικές αποστροφές του Προέδρου των ΗΠΑ για την ενίσχυση των αμερικανικών επενδύσεων στη χώρα, την απομείωση του χρέους, την αναπτυξιακή στροφή της οικονομίας και τον αναβαθμισμένο ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή για τις ΗΠΑ.
Παρά την εμφανή ανάλυση – από πλευράς της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη – της συνάντησης στο Λευκό Οίκο μέσα από το πρίσμα της μικροπολιτικής, διπλωματικές πηγές εκτιμούν ότι η εν λόγω στάση της ΝΔ διευρύνει την απόσταση που έχει δημιουργηθεί το τελευταίο διάστημα με τον αμερικανικό παράγοντα, την ώρα μάλιστα που το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη φέρεται ολοένα και περισσότερο να είναι δεμένο αποκλειστικά στο άρμα των Βρυξελλών και κυρίως του Βερολίνου.
Και τούτο, διότι η εμφανής προετοιμασία της ΝΔ για υποβάθμιση της συνάντησης στο Λευκό Οίκο, με την “προειδοποίηση” για… αναμνηστική φωτογραφία ως μοναδικό κέρδος από την επίσκεψη στις ΗΠΑ, δεν καθίσταται ικανή να δικαιολογήσει μία τόσο επιδερμική προσέγγιση της αναβάθμισης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αυτό που μένει να φανεί στην πορεία είναι κατά πόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης ωθεί την Ελλάδα στο πεδίο επιρροής της Γερμανίας σε βάρος της διπλωματικής γειτνίασης με τις ΗΠΑ, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το γεωπολιτικό ντόμινο στη διπλωματική σκακιέρα της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου.
Και κατά πόσο η ΝΔ τασσόταν υπέρ της αγοράς ευρωπαϊκών μαχητικών αεροσκαφών, όπως τα Dassault Rafale, Saab Gripen και Eurofighter, αντί για την αναβάθμιση των υπαρχόντων F-16, σενάριο το οποίο θα απαιτούσε πολλά δισ. περισσότερα από το ένα που θα απαιτηθεί από ελληνικούς πόρους με την επίμαχη συμφωνία.
Υπενθυμίζεται ότι μόλις πριν από λίγους μήνες ο Τζέφρι Πάιατ, όπως είχαν επισημάνει τότε τα ΝΕΑ, είχε αφήσει σαφείς αιχμές προς τη ΝΔ, τονίζοντας πως “υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι στο πολιτικό σύστημα, που απλώς θέλουν να πουν όχι. Δεν ενδιαφέρονται να δουν την Ελλάδα να προχωράει μπροστά, επειδή είναι άβολο για αυτούς, από ιδεολογικής απόψεως, ή λόγω προσωπικών οικονομικών συμφερόντων”.
Οι ίδιες διπλωματικές πηγές με τις οποίες συνομίλησε το TRIBUNE εκτιμούν πως δεν πρόκειται να υπάρξει επ’ αυτού κάποια αντίδραση επί του παρόντος, ωστόσο η στάση της ΝΔ και του αρχηγού της, Κυριάκου Μητσοτάκη, σε μία χρονική συγκυρία “καμπή” για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, “συνυπολογίζεται σε βάθος χρόνου από όλους τους αρμόδιους διπλωματικούς παράγοντες”…