Ο Γιάνης Βαρουφάκης συμμετείχε σε φιλοευρωπαϊκή διαδήλωση στη Ρώμη με αίτημα «για μία καλύτερη Ευρώπη», στο περιθώριο των εορτασμών της 60ης επετείου από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης.
Η τουρκική εφημερίδα Vatan παραθέτει δηλώσεις του Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος φέρεται να είπε από την Ρώμη, ότι θέλει να δει τα σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία να καταργούνται και τις δύο χώρες να έρχονται όσο το δυνατόν πιο κοντά, καθώς έχουν κοινά συμφέροντα.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης, σύμφωνα πάντα με την τουρκική εφημερίδα, φέρεται να δήλωσε επίσης ότι πρέπει να εκδημοκρατιστεί τόσο η Τουρκία όσο και η ΕΕ και οι δύο να συναντηθούν σε μία δημοκρατική ένωση, μία πανευρωπαϊκή δημοκρατία, στην οποία θα είναι μέλος και η Τουρκία.
Το “καλό” για τον Γιάνη Βαρουφάκη είναι ότι βρίσκεται στον δικό του παράλληλο κόσμο και το διασκεδάζει. Το εάν κάποιοι τον παίρνουν σοβαρά, “κακό του κεφαλιού τους” που λέει κι ο λαός.
Να σημειώσουμε ότι η δήλωση Βαρουφάκη δεν αποτελεί κάποια ακόμα καινοφανή ιδέα του, είναι μια παλιά “πρόταση” που ξεπεράστηκε από την ιστορία και τα γεγονότα. Είναι ο λεγόμενος “Ελληνοτουρκισμός”.
Τι είναι ο Ελληνοτουρκισμός
Ο ελληνοτουρκισμός είναι μία λέξη που περιλαμβάνει δύο έννοιες: α) ένα πολιτισμικό φαινόμενο, δηλαδή την συγκατοίκηση και την αλληλεξάρτηση, από τον 11ο αιώνα, του ελληνισμού και του τουρκισμού και β) μία ιδεολογία στερεωμένη σε αυτό το πολιτισμικό φαινόμενο που επιδιώκει να εγκαθιδρύσει ένα ελληνοτουρκικό πολιτικό σύνολο.
Ως ιδεολογία ο ελληνοτουρκισμός αποδίδει πρωτεύοντα ρόλο σε μία πραγματικότητα, το ελληνοτουρκικό πολιτισμικό φαινόμενο.
Για να εξασφαλισθεί ο πρωτεύων αυτός ρόλος τείνει να εδραιώσει ένα ελληνοτουρκικό πολιτικό σύνολο.
Η οικουμενική αυτοκρατορία υπήρξε το πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ανδρώθηκε ο ελληνισμός από την εποχή των Περσών και του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον 20 αιώνα.
Η Ενδιάμεση Περιοχή υπήρξε το γεωγραφικό και πολιτισμικό αυτό πλαίσιο για επάνω από 2500 χρόνια με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, για επάνω από 1600 χρόνια.
Μέσα στο ίδιο αυτό πλαίσιο ανδρώθηκε τα τελευταία χίλια χρόνια και ο τουρκισμός.
Αυτός κοινός πολιτισμός της Ενδιάμεσης Περιοχής, από την εποχή του Χριστού ονομάσθηκε Ρωμηοσύνη και οι κάτοικοί τους υπήρξαν οι Ρωμηοί. Ο οικουμενισμός της Αυτοκρατορίας εξεφράσθη, κατά την παραπάνω θεωρία, ως ελληνοτουρκισμός.
Στον 15ο αιώνα, ο Έλληνας φιλόσοφος Γεώργιος Τραπεζούντιος, 1395-1484, επαναλαμβάνοντας τις πολλές προσπάθειες του παρελθόντος για την προσέγγιση της Ορθοδοξίας και του Ισλάμ συνέταξε, τον Ιούλιο του 1453, μία πραγματεία με τίτλο, Περί της αληθείας της των χριστιανών πίστεως, που έστειλε στον Μωάμεθ Β΄ για να τον πείσει για την ταυτότητα των δύο θρησκειών.
Σε μία επιστολή προς τον Μωάμεθ Β΄ του 1466, ο Τραπεζούντιος γράφει: “Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι είσαι αυτοδικαίως αυτοκράτωρ των Ρωμαίων… Αλλά αυτός ο οποίος είναι αυτοκράτωρ των Ρωμαίων είναι επίσης και αυτοκράτωρ όλης της γης”.
Οι υποστηρικτές του ελληνοτουρκισμού θεωρούν τον Γεώργιο Τραπεζούντιο ως τον ιδρυτή της ιδεολογίας αυτής.
Στον 19ο αιώνα, μετά την συγκρότηση του ελληνικού βασιλείου το 1832, η πλειοψηφία των Ρωμηών παρέμεινε μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αυτοί εδιχάσθησαν μεταξύ της δυτικής παράταξης των εθνικιστών και της ανατολικής παράταξης των ελληνοτουρκιστών που επιθυμούσαν να παραμείνουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να την μετατρέψουν σταδιακά σε ελληνοτουρκική αυτοκρατορία.
Οι δύο αυτές παρατάξεις υπήρχαν και στην Ελλάδα.
Ο πιο ενθουσιώδης οπαδός ενός κοινού ελληνοτουρκικού κράτους υπήρξε ο Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος (1813-1882), ο οποίος ήταν βουλευτής στο κοινοβούλιο των Ιονίων νήσων και από το 1864 βουλευτής του Βασιλείου της Ελλάδος στην Αθήνα. Ήταν δε βαθιά θρησκευόμενος ορθόδοξος.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον θεωρούσαν τουρκομανή.
Εδήλωνε πως από καταβολής κόσμου στην ἱστορία της Ἀνατολικής Μεσογείου, όπου Τούρκος έβαζε το πόδι του εκεί ευρίσκετο και η Ρωμηοσύνη.
Υπεστήριζε ότι Έλληνες και Τούρκοι ήσαν της ίδιας φυλετικής και θρησκευτικής προελεύσεως.
Βυζαντινοί και Τούρκοι είχαν τα ίδια σύμβολα όπως την ημισέληνο.
Από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων στην Αθήνα απαιτούσε την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό την μορφή ελληνοτουρκικής συνομοσπονδίας.
Στις 25 Νοεμβρίου 1880 εδήλωνε στην Βουλή: “Θα μου ειπήτε πως έχω φιλοτουρκικά αισθήματα επειδή πιστεύω στην αναγκαιότητα μία ενώσεως με την Τουρκία. Εάν λοιπόν η Τουρκία ήθελε σκεφθή πιο σωστά, θα της συνιστούσα να συμπεριλάβη και να ενσωματώση στο τουρκικό κράτος όλους τούς λαούς που είναι μέρος της Τουρκίας”.
Στον 20 αιώνα ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κεμάλ Ατατούρκ επανήλθαν στην ιδέα συγκρότησης ελληνοτουρκικού κράτους.
Στις 10 Μαΐου 1933 ο Βενιζέλος, στην σύσκεψη της “Μεγάλης Επιτροπής των Εξωτερικών Υποθέσεων” ἐπαναλαμβάνει τρεις φορές επάνω στην συζήτηση: “Θα ιδήτε μετά έτη θα φθάσωμεν με την Τουρκίαν να κάμωμεν την Ανατολικήν Ομοσπονδίαν”.
Ὁ βουλευτής Λέων Μακκάς, στενός συνεργάτης του Βενιζέλου, στις αναμνήσεις του, για τις συναντήσεις που είχε με τον ιδρυτή της Τουρκίας το 1931, έγραψε:
“Ὁ Κεμάλ ήταν ο απόστολος ενός είδους πλατειάς ελληνοτουρκικής αυτοκρατορίας με δύο διοικητικές πρωτεύουσες και με μία πνευματική πρωτεύουσα, την Αυγούστα πόλη που υπήρξε διαδοχικά το Βυζάντιο, η Κωνσταντινούπολη, η Ιστανμπούλ και που θα είναι πάντα, από την ίδια την γεωγραφική της θέση, η Βασιλεύουσα ενός ολοκλήρου ανατολικού κόσμου. Δεν είχα μπροστά μου τον Μέγα Πέτρο της Τουρκίας αλλά πιο πολύ έναν άλλο Βίκτωρα Ουγκό που απήγγελνε νέες Orientales”.
Η παλαιότατη ιδεολογία του ελληνοτουρκισμού επανέφερε στὸ προσκήνιο επί των ημερών μας ο ιστορικός Δημήτρης Κιτσίκης, ο οποίος από το 1966 με τα πάμπολλα βιβλία του, άρθρα του και ανακοινώσεις και με την πολιτική του δραστηριότητα στην Ελλάδα και την Τουρκία, ως σύμβουλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβυτέρου και του Τούρκου προέδρου Τουργκούτ Οζάλ ως και με την επιρροή που διαθέτει στην Δυτική Ευρώπη και την Βόρειο Αμερική, προώθησε την ιδέα συγκρότησης ελληνοτουρκικής συνομοσπονδίας μεταξύ Αθηνών και Αγκύρας.
Τώρα αυτό το “όραμα” ανέλαβε να το εκφράσει ο Γιάνης Βαρουφάκης; Θα δείξει… Έτσι κι αλλιώς ο Γιάνης γνωρίζει, γιατί είναι διαβασμένο αγόρι, ό,τι ακόμα και η μεγαλύτερη σαχλαμάρα είναι ικανή να αποκτήσει οπαδούς αρκεί να έχει έναν ηγέτη με κάποιες προδιαγραφές.
Τι άλλο θα ακούσουμε μέχρι να βγούμε από την κρίση…
Οπαδός του Ελληνοτουρκισμού ήταν και ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος
Σε συνέντευξη που είχε δώσει στην τουρκική εφημερίδα «Milliyet» ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, όταν είχε επισκεφτεί την Τουρκία τον Μάιο του 1971, είπε, ανάμεσα σε άλλα:
«Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι η ιστορία μας οδηγεί σε μία ομοσπονδία της Τουρκίας με την Ελλάδα. Θα πραγματοποιηθεί σε ίσως 20 ή 50 χρόνια. Αλλά θα πραγματοποιηθεί. […] Ακούγονται ακόμη οι φωνές του Ατατούρκ και του Βενιζέλου… Πρέπει να ενώσουμε τις δύο ακτές του Αιγαίου […] Θέλω ιδιαιτέρως να υπογραμμίσω την πίστη μου στην αναγκαιότητα πραγματοποιήσεως αυτής της ομοσπονδίας… Εάν είχα μαγική δύναμη θα έκανα το παν για την πραγματοποίηση της ομοσπονδίας και θα οδηγούσα πάραυτα τον λαό μας προς αυτήν την κατεύθυνση». (Από την συνέντευξη του Γ. Παπαδόπουλου στην τουρκική ημερήσια εφημερίδα «Milliyet», που δημοσιεύτηκε στις 25 Μαΐου 1971).
Ο Παπαδόπουλος ήταν ένθερμος θιασώτης του «ελληνοτουρκισμού» και της δημιουργίας μιας «ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας», γράφει ο Σπύρος Σοφοκλέους στο Άρδην.
Πνευματικά στελέχη της Χούντας ήταν οι: Δημήτριος Κιτσίκης, Γεώργιος Γεωργαλάς και Δημήτρης Τσάκωνας.
Ο Δημήτριος Κιτσίκης προέβη σε συστηματοποίηση του «ανατολικού ιδεώδους» (δηλ. της «βυζαντινοθωμανικής συνύπαρξης»), χρησιμοποιώντας το ως πυρήνα του δημιουργηθέντος απ’ αυτόν (το ’64) «ελληνοτουρκισμού».
Σύμφωνα με το ιδεολόγημα αυτό, Έλληνες και Τούρκοι συγκατοικούν και αλληλοεξαρτούνται από τον 11ο αιώνα, άρα επιβάλλεται η εγκαθίδρυση ενός «ελληνοτουρκικού πολιτικού συνόλου».
Σύμφωνα δε με την προωθηθείσα απ’ τους άνωθεν αναφερόμενους γεωπολιτική αντίληψη της «ενδιάμεσης περιοχής», Έλληνες και Τούρκοι είναι φορείς του κοινού «ανατολικού» πολιτισμού, ο οποίος καλύπτει την «ενδιάμεση περιοχή», η οποία εξακτινώνεται απ’ την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι το κέντρο της Ευρασίας.
Οι αντιλήψεις αυτές διατυπώθηκαν σε επίσημο λόγο του Γεώργιου Γεωργαλά (υπεύθυνου προπαγάνδας της Χούντας και Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ) ως εκπροσώπου της ελληνικής κυβερνήσεως (βλ. Δημήτριος Κιτσίκης, Ιστορία του Ελλητοτουρκικού χώρου, 1928-1973, εκδόσεις Εστία σελ. 309-310).
Μετατρέποντας τα παραπάνω σε πολιτικές κατευθύνσεις και στρατηγική επίλυσης του Κυπριακού, μετά τις προσπάθειες που κατέβαλε το ’69-’70 για ανάπτυξη της ελληνοτουρκικής φιλίας, ο Παπαδόπουλος, στις 25/5/71, έδωσε συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα μαζί με τον Μετίν Τοκέρ, γαμπρό του Ισμέτ Ινονού.
Σύμφωνα δε με δηλώσεις του στη Μιλιέτ, στις 29/5/71, στις συνομιλίες του με τον γαμπρό του Ινονού ετέθη το θέμα της «ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας», την οποία η Αθήνα αντιμετώπιζε θετικά, με δεδομένο την προηγούμενη βιώσιμη λύση του Κυπριακού Ζητήματος (την οποία δεν έθεσε ως αναγκαίο προηγούμενο) (βλ. στο ίδιο βιβλίο του Κιτσίκη).
Αργότερα, στις 3-4 Ιουνίου 1971, οι Υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας Παλαμάς και Ολτσέυ συζήτησαν, στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Λισσαβόνα, την υλοποίηση αυτού του σχεδίου με «οριστική επίλυση» του Κυπριακού ζητήματος μέσω της δημιουργίας μιας «διζωνικής ομοσπονδίας» (όπως μαθαίνουμε από έρευνα του Ευάγγελου Κουφουδάκη, στο βιβλίο του Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987, σελ. 230).
Στο δε συγκεκριμένο δημοσίευμα της Μιλιέτ, ο Παπαδόπουλος αναφέρει: «εγώ προσωπικά, πιστεύω ότι η ιστορία μάς οδηγεί προς μια ομοσπονδία της Τουρκίας με την Ελλάδα. Θα πραγματοποιηθεί σε ίσως 20 ή 50 χρόνια. Αλλά θα πραγματοποιηθεί».
Πολύ απλά, ο Παπαδόπουλος θεωρούσε την ομοσπονδία στην Κύπρο ως πιλότο μιας αναπόφευκτης και ιστορικά επιβεβλημένης «ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας» και εύρισκε σ’ αυτό σύμφωνο τον τότε πρόεδρο της Τουρκίας, Νιχάτ Ερίμ.
Αν πράγματι η Χούντα ήθελε τη συμφωνία Τούμπα-Τσαγκλαγιαγκίλ, τότε γιατί απέσυρε τη Μεραρχία (Δεκέμβριος ’67);
Αυτή η ενέργεια ήταν απολύτως σύμφωνη με τις πεποιθήσεις των «ελληνοτουρκιστών» καθώς και του Παπαδόπουλου, ο οποίος θεωρούσε ότι οι δύο παλιοί φίλοι –Ελλάδα και Τουρκία– δεν αξίζει να τσακώνονται για την Κύπρο.
Εάν πράγματι η Χούντα στόχευε στην προώθηση της συμφωνίας, τότε θα κρατούσε εδώ στην Κύπρο τη Μεραρχία για να αναγκάσει τους Τούρκους να την αποδεχθούν.
Η Άγκυρα όμως διαπίστωσε ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτε από την Ελλάδα σε τυχόν εισβολή της στην Κύπρο, αφού οι αξιώσεις της στα νησιά ήταν αποδεκτές, όπως αποδεκτά κάνει ο ελληνοτουρκισμός τον ρόλο και τις διεκδικήσεις της Άγκυρας σε Αιγαίο και Θράκη (οι οποίες είχαν ήδη εκδηλωθεί εδώ και καιρό).
Η Τουρκία διαπίστωσε ότι η Ελλάδα δεν θα πολεμούσε για την Κύπρο τη στιγμή που την παρέδιδε εν καιρώ ειρήνης (όπως τελικά έγινε).
Οι συζητήσεις περί Ομοσπονδίας επέτρεψαν στην ουσία την εισβολή, αφού απέκλειαν τυχόν ελληνική αντίδραση, η οποία και θα επέφερε καταστροφικό στρατιωτικό πλήγμα στην Τουρκία θάβοντας μια για πάντα τον τουρκικό επεκτατισμό.
Η Κύπρος βλάφτηκε όχι απ’ την επιθυμία της Ελλάδος ν’ αναμειχθεί στην Κύπρο, αλλά απ’ την πρόθεσή της ν’ αποσυρθεί δια της επιβολής της διζωνικής ομοσπονδίας.
Η Άγκυρα όμως κράτησε τη διζωνική ομοσπονδία ως διπλωματικό της κεκτημένο και εισέβαλε για να μας παρασύρει σε διάλογο επ’ αυτής (όπως φαίνεται από τις προτάσεις της στις συνομιλίες της Γενεύης το καλοκαίρι του ’74).
Είναι η ίδια μέθοδος επίλυσης την οποία υιοθέτησαν και οι δημοκρατικές ηγεσίες Ελλάδος και Κύπρου. Μια λύση την οποία προώθησε κυρίως η Χούντα και ήταν πάντοτε ο στόχος της Άγκυρας.